χωλοίπους

χωλοίπους
χωλοί-πους, πουν, u. χωλοι-πόδης, , lahmfüßig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωλοίπους — ουν, Α βλ. χωλόπους …   Dictionary of Greek

  • χωλόπους — ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών τής οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου μσν. αρχ. χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρό πους. Η λ. με την επιστημον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”